- συμπαράγειν
- σύν-παράγωlead bypres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπαράγω — Α [παράγω] 1. συντελώ σε κάτι 2. οδηγώ κάτι κοντά και παράλληλα με κάτι άλλο («τὴν πεζὴν στρατιὰν συμπαράγειν παραπλεούσαις ταῑς ναυσίν», Διόδ.) 3. παθ. συμπαράγομαι γραμμ. (για λέξη) έχω παράλληλη, ανάλογη παραγωγή με άλλη λέξη … Dictionary of Greek